Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

Economist: Η Ελλάδα θα χάσει με διαφορά τους στόχους του 2013

Παρά την αισιοδοξία που επικρατεί τελευταία στην ελληνική κυβέρνηση, μετά και από την επίσκεψη του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, το βρετανικό περιοδικό Economist, «προσγειώνει» αυτό το καλό κλίμα επισημαίνοντας σε άρθρο του ότι ότι η χώρα μας απέχει μακράν από το στόχο της ανάκαμψης το 2014. «Για μία ακόμη φορά η εύθραυστη ελληνική κυβέρνηση προωθεί καθυστερημένες μεταρρυθμίσεις στη Βουλή κατ' εντολή της ΕΕ και του ΔΝΤ την ώρα που εξαγριωμένοι διαδηλωτές στην πλατεία Συντάγματος ζητούν την παραίτησή της. Αυτό που διακυβέβεται είναι η απεγνωσμένη ανάγκη για τη δόση των 6,8 δισ. ευρώ του ελληνικού πακέτου διάσωσης. Η ψήφιση του πολυνομοσχεδίου στις 17 Ιουλίου για την διαθεσιμότητα 15.000 δημοσίων υπαλλήλων και της αναμόρφωσης του φορολογικού συστήματος υπήρξε δύσκολη, κυρίως γιατί ο Αντώνης Σαμαράς, ο κεντροδεξιός πρωθυπουργός, είδε την κυβέρνησή του να χάνει πέντε έδρες μετά την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από την τρικομματική», σημειώνει το άρθρο.
Ο Economist συνεχίζει, τονίζοντας ότι ο κ.Σαμαράς έπρεπε την τελευταία στιγμή να τραβήξει τον άσο από το μανίκι του για να πείσει τους διαφωνούντες. Λίγες ώρες πριν από την ψήφιση του πολυνομοσχεδίου ανακοίνωσε τη μείωση του αντιδημοφιλούς φόρου 23% στην εστίαση σε 13% από 1ης Αυγούστου. «Εάν αυτό φέρει περισσότερα έσοδα, όπως προβλέπει το υπουργείο Οικονομικών, θα μείνει. ΕΕ και ΔΝΤ, ωστόσο, διατήρησαν επιφυλάξεις, αλλά δέχτηκαν να το δοκιμάσουν. Η ανακοίνωση αυτή του Έλληνα πρωθυπουργού πραγματοποιήθηκε λίγο πριν φτάσει στην Αθήνα ο γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, για να προτρέψει τους Έλληνες να παραμείνουν προσηλωμένοι στις μεταρρυθμίσεις και να παρουσιάσουν ένα ελληνογερμανικό ταμείο για τις μικρές ελληνικές επιχειρήσεις», προσθέτει το δημοσίευμα. Συνεχίζοντας, το περιοδικό αναφέρει ότι η συγκυβέρνηση της ΝΔ του Σαμαρά και του ΠΑΣΟΚ του Ευάγγελο Βενιζέλο- που είναι αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών- μπορεί να αποδειχθεί πιο ισχυρή από την προηγούμενη. Ο κ.Βενιζέλος είναι απασχολημένος με την προετοιμασία για την ελληνική προεδρία της ΕΕ, το πρώτο εξάμηνο του 2014. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, πρέπει να «διώξει» 4.000 δημοσίους υπαλλήλους φέτους και άλλους 11.000 το 2014. Οι πρώτοι που έφυγαν ήταν οι 2.000 εργαζόμενοι της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, και τους ακολουθούν οι δημοτικοί αστυνομικοί, νοσηλευτές και εκπαιδευτικοί.
«Το παλιό Δημόσιο με τους υψηλούς μισθούς και τις λίγες ώρες εργασίας τελείωσε», σημειώνει ο Economist, ενώ παραθέτει και τη δήλωση του Κ.Μητσοτάκη ότι «το παιχνίδι έχει αλλάξει για τα καλά». Ωστόσο, όπως αναφέρει το άρθρο, «λίγα είναι αυτή τη στιγμή τα δείγματα για οικονομική ανάκαμψη. Ο ΙΟΒΕ, το ελληνικό think tank, ανακοίνωσε ότι το ΑΕΠ θα συρρικνωθεί στο 5% φέτος, χειρότερα δηλαδή από τις αρχικές προβλέψεις για 4,6%. Η ανεργία αναμένεται να αυξηθεί από το 26,9% που είναι σήμερα στο 30% την επόμενη χρονιά, ενώ οι προβλέψεις για τις ιδιωτικοποιήσεις είναι απογοητευτικές» Και καταλήγει: Η Ελλάδα θα χάσει τους στόχους του 2013 με μεγάλη διαφορά. Στο ίδιο άρθρο, ο Economist αντιπαραβάλλει την κατάσταση στην Ελλάδα με την αντίστοιχη της Πορτογαλίας, επισημαίνοντας ότι στη χώρα της Ιβηρικής τα πράγματα είναι λίγο καλύτερα. «Το κόστος δανεισμού της Πορτογαλίας έχει σημειώσει άνοδο και οι τελευταίες προβλέψεις της κεντρικής τράπεζας έκαναν λόγο για μικρή ανάπτυξη το 2014 μετά από τρία χρόνια βαθειάς ύφεσης», επισημαίνει. Κλείνοντας το άρθρο, ο Economist υπογραμμίζει ότι ο βασικός παράγοντας της καθυστέρησης της ανάπτυξης είναι η μεγαλύτερη του αναμενομένου περιστολή των δημοσίων δαπανών για να παραμείνει σε ένα καλό δρόμο το πρόγραμμα διάσωσης». «Αυτή η πρόβλεψη είναι σχεδόν απίθανο να ενισχύσει την εμπιστοσύνη της Ελλάδας, της Πορτογαλίας ή όλης της ευρωζώνης ότι η λιτότητα έχει αποτελέσματα. Ούτε, επίσης, πρόκειται να δικαιώσει τις προσδοκίες των Βρυξελλών ότι η Πορτογαλία θα απομακρυνθεί από την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η Ελλάδα και θα ακολουθήσει την Ιρλανδία που βγήκε από το πρόγραμμα διάσωσης. Προς το παρόν, καμία χώρα δεν φαίνεται να είναι κοντά σε μία τέτοια προοπτική», καταλήγει το δημοσίευμα.