ΥΠΟΜΝΗΜΑ
Προς: Τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη
κ. Βασίλειο ΚΙΚΙΛΙΑ
Κοιν.: Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας
Αντιστράτηγο κ. Δημήτριο ΤΣΑΚΝΑΚΗ
Αξιότιμε κύριε Υπουργέ,
Δυνάμει του Ν.4249/2014, περί αναδιοργανώσεως της Ελληνικής
Αστυνομίας, προωθείται η διαδικασία εκδόσεως των εκτελεστικών του νόμου
Προεδρικών Διαταγμάτων. Στα πλαίσια της επ’ αυτών δημόσιας διαβουλεύσεως
και προς τον σκοπό να είναι αυτή ουσιαστική και σύννομη και όχι τυπική και
επιφανειακή, οι Ομοσπονδίες μας επιθυμούν να έχουν ουσιαστική συμμετοχή,
όπως εκ του θεσμικού τους ρόλου προβλέπεται. Επειδή με την επισυναπτόμενη
υπ’ αριθ. 400/1/20κ από 04/06/2014 επιστολή μας προς τον προκάτοχό σας κ.
Υπουργό, είχαμε ζητήσει στοιχεία σχετικά με τα Προεδρικά Διατάγματα, καθώς
και την σύσταση επιτροπών, κάτι που δυστυχώς δεν έγινε, επιθυμούμε να
εκθέσουμε τα κάτωθι:
Ι. Για την διατύπωση ολοκληρωμένων προτάσεων, είναι αναγκαίο να τεθούν
σε γνώση μας κάθε είδους στοιχεία, μελέτες ή έγγραφα για τα οποία ασφαλώς θα
έχει ληφθεί μέριμνα να είναι στην διάθεση του υμετέρου Υπουργείου και
αφορούν το εκδοθησόμενο Προεδρικό Διάταγμα όπως: αναλογιστικές και
οικονομοτεχνικές μελέτες αναφορικά με την υφιστάμενη κατάσταση του Σώματος
και τις σχεδιαζόμενες αλλαγές, τα επίσημα δημογραφικά στοιχεία του Υπουργείου
Εσωτερικών, σχετικώς με την κατανομή του πληθυσμού, την διαστρωμάτωση και
διάρθρωσή του, εμπλουτισμένα με τα συναφή εγκληματολογικά δεδομένα, τις
κατά τόπους υπηρεσιακές ανάγκες, τον τυχόν τουριστικό ή άλλο εποχιακό
χαρακτήρα αυτών, τις κτιριακές υποδομές που υφίστανται, και ασφαλώς ένα
επικαιροποιημένο οργανόγραμμα του δυναμικού του Σώματος. Όλα τα παραπάνω
είναι σαφές ότι είναι τα απολύτως αναγκαία προκειμένου οι προτάσεις που θα
υποβληθούν να έχουν τεκμηριωμένη και πραγματική βάση και αντίκρισμα. Σε
αντίθετη περίπτωση η διαβούλευση αποτελεί ένα κενό γράμμα, που στερείται
ουσιαστικού αντικειμένου και δεν πληρεί τις νόμιμες προϋποθέσεις.
ΙΙ. Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις στο πλαίσιο της ως άνω
αναδιοργανώσεως, οφείλουν να μην έχουν αποκλειστικά κριτήρια οικονομικής
φύσεως και σκοπό μόνο την περιστολή δαπανών, αλλά πρωτίστως την εύρυθμη
και αποτελεσματική λειτουργία της Αστυνομίας.
Η τήρηση της Δημοσίας Τάξεως, η προστασία δηλαδή της ζωής, της τιμής, της
ελευθερίας και της περιουσίας, αποτελούν υποχρέωση του Κράτους επιτασσόμενη
ευθέως από το Σύνταγμα (αρ. 5 παρ. 2 και 17). Ο κοινός νομοθέτης ή, η κατ’
εξουσιοδότηση αυτού θεσμοθετούσα διοίκηση έχουν μεν την ευχέρεια κατά την
ενάσκηση της συνταγματικής ή της νομίμου λειτουργίας των, αντιστοίχως, να
ρυθμίσουν, κατ’ αρχήν, κατά τρόπον ενιαίο ή διάφορο τις ποικίλες προσωπικές ή
πραγματικές καταστάσεις ή σχέσεις, εν όψει πάντοτε των εκάστοτε υφισταμένων
και προς κάθε κατηγορία τούτων συνδεομένων κοινωνικών, οικονομικών,
επαγγελματικών, τοπικών ή άλλων συνθηκών, πάντοτε όμως με βάση γενικά και
αντικειμενικά κριτήρια τα οποία τελούν σε συνάφεια προς το αντικείμενο της
οικείας ρύθμισης. Συνεπώς η επιλεγόμενη εκάστοτε ρύθμιση πρέπει να κινείται
πάντοτε εντός των ορίων, τα οποία διαγράφονται από την εν λόγω συνταγματική
αρχή της ισότητος, αναλογικότητος και ελεύθερης αναπτύξεως της
προσωπικότητος και, τα οποία αποκλείουν την έκδηλη και, ανεπίδεκτη πάσης
νομικής ή δικαιοπολιτικής δικαιολογήσεως, άνιση μεταχείριση, η οποία δύναται
να παρίσταται με την μορφή της εισαγωγής καθαρά χαριστικού μέτρου το οποίο
δεν συνδέεται με αξιολογικά κριτήρια ή της επιβολής αδικαιολόγητης
επιβάρυνσης, αλλά και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων, ή
την ενιαία ρύθμιση προσώπων ή καταστάσεων που τελούν υπό διαφορετικές
συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια
(Σ.τ.Ε. 2396/2006 σε ολομέλεια, 1252-1253/2003 σε ολομέλεια).
Κατά ταύτα, ρυθμίσεις που μόνον κατ’ όνομα τροποποιούν την υφιστάμενη
κατάσταση και κατ’ ουσίαν δημιουργούν νέες δομές - Διευθύνσεις χωρίς σαφή
ιεράρχηση, διακλάδωση και πεδίο αρμοδιοτήτων, μη λαμβάνουσες υπ’ όψιν και
τις εκάστοτε υφιστάμενες κατά τόπους αλλά και ποιοτικές ιδιαιτερότητες,
αντίκεινται στα ως άνω και συνεπώς θα ήταν αντίθετες με το Σύνταγμα και
ακυρωτέες. Προς τον σκοπό αυτό και για την αποφυγή τέτοιων προβλημάτων
είναι σκόπιμο να ληφθεί μέριμνα για την κατά το δυνατόν πληρέστερη ανάλυση
και μελέτη των πραγματικών αναγκών, και η αρχή της αναδιοργανώσεως από
την βάση, τον πολίτη και το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, όχι μία υδροκεφαλική και
οριζόντια τροποποίηση των θέσεων κορυφής που δεν θα έχει καμία ουσιαστική
επίπτωση στην πράξη.
Περαιτέρω δε, τοιαύτες ρυθμίσεις με τις οποίες δημιουργούνται νέες αυτοκέφαλες
διευθύνσεις, καταστρατηγούν και την βασική αρχή της ιεραρχίας που κατά νόμον
διέπει την λειτουργία των Σωμάτων Ασφαλείας γενικότερα και της Αστυνομίας
ειδικότερα. Και τούτο διότι δημιουργούνται συνθήκες ώστε επικεφαλής
Διευθύνσεως που θα είναι κατώτερος κατά βαθμό ή αρχαιότητα, να δύναται να
αρνηθεί αίτημα Διευθυντού άλλης Διευθύνσεως ανωτέρου του. Τούτο όμως
ευθέως αντιβαίνει τις θεμελιώδεις διατάξεις οργανώσεως της Ελληνικής
Αστυνομίας.
Η δε πρόβλεψη συστάσεως επιτροπών περί επιλύσεων των προβλημάτων
αρμοδιότητας , διαφωνιών και ιεραρχίας που δημιουργούν οι υπό κρίσιν διατάξεις
αναιρεί αυτομάτως τον χαρακτήρα της Αστυνομίας ως Σώματος Ασφαλείας με
άμεση αντίδραση και ταχεία αντιμετώπιση κρισίμων καταστάσεων, δημιουργεί
τροχοπέδη στην ομαλή λειτουργία της, παραβαίνει το καταστατικό δίκαιο που την
διέπει, ως ανωτέρω εξετέθη, και δημιουργεί γραφειοκρατική διαδικασία στην
λήψη των αποφάσεων που θα έπρεπε να είναι αστραπιαίες.
ΙΙΙ. Ως και στις πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας έγινε
δεκτό, κατά παγία νομολογία τα Σώματα Ασφαλείας όπως η Αστυνομία, ανήκουν
στον λεγόμενο στενό πυρήνα του Δημοσίου. Οι υπηρετούντες εις αυτά επιτελούν το
λειτούργημα της τηρήσεως της Δημοσίας Τάξεως και είναι επιφορτισμένοι με
υψηλής ευθύνης καθήκοντα. Συναφώς, ο νομοθέτης κατά την ρύθμιση των
συνθηκών που διέπουν τα Σώματα αυτά, οφείλει να μεριμνά για την πληρέστερη
και καταλληλότερη συγκρότησή τους, ώστε αφ’ ενός να είναι σε θέση να
εκπληρώσουν τα καθήκοντα αυτά, αφ’ ετέρου να συντελείται ο επιδιωκόμενος
σκοπός της τηρήσεως της Τάξεως. Με την περιστολή του ανθρωπίνου δυναμικού
με αμιγώς οικονομικά κριτήρια και την μη λήψη μέριμνας για την σωστή πλήρη
και επαρκή στελέχωση των Υπηρεσιών ανάλογα με τις υφιστάμενες ανάγκες,
απλώς οδηγούμεθα σε αδιέξοδα και επιδιώκουμε την επίτευξη των στόχων υπό
την απειλή πειθαρχικών ή άλλων ευθυνών, και όχι ορθολογιστικά και
παρέχοντας όλα τα αναγκαία εχέγγυα για την εκτέλεση του λειτουργήματος του
αστυνομικού. Το Κράτος βάσει του άρθρου 25 παρ.1 του Συντάγματος έχει
υποχρέωση να σεβαστεί την αρχή της αναλογικότητας όταν πρόκειται να
επιβάλλει περιορισμούς και να εκτιμήσει κατά πόσο το επιδιωκόμενο οικονομικό,
εν προκειμένω, αποτέλεσμα είναι δυνατό να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα.
(βλ. Σ.τ.Ε. 136/2013 Ολομ. «σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, που απορρέει
από την έννοια και τους θεσμούς του κράτους δικαίου και καθιερώνεται ρητώς από το
Σύνταγμα (άρθρο 25 παρ. 1), επιτρεπτώς επιβάλλονται από τον κοινό νομοθέτη περιορισμοί
στην άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων μόνον αν είναι αναγκαίοι και συνάπτονται προς
τον υπό του νόμου επιδιωκόμενο σκοπό. Ένα μέτρο δε, που προβλέπεται από διάταξη νόμου
ως κύρωση για παράβαση διατάξεως, αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας μόνον όταν
από το είδος του ή τη φύση του είναι προδήλως ακατάλληλο για την επίτευξη του
επιδιωκομένου σκοπού ή όταν οι δυσμενείς συνέπειες του μέτρου τελούν σε προφανή
δυσαναλογία ή υπερακοντίζουν τον επιδιωκόμενο σκοπό.»).
IV. Τέλος, δεδομένων των υφισταμένων αναγκών της χώρας μας, αλλά και
του διεθνώς παραδεδεγμένου μοντέλου λειτουργίας, αυτονόητο είναι ότι η ενιαία
αρχή Σωμάτων Ασφαλείας (Αστυνομία, Πυροσβεστική, Λιμενικό), είναι απόλυτη
ανάγκη να υλοποιηθεί, ώστε κατά τα ανωτέρω να είναι εφικτή και σύννομη η
διάρθρωση και ο συντονισμός των Σωμάτων αυτών.
Αξιότιμε κύριε Υπουργέ,
Κατόπιν όλων των προαναφερομένων, παρακαλούμε να λάβετε υπόψη σας
τα διαλαμβανόμενα τόσο στο παρόν Υπόμνημα, όσο και στην επισυναπτόμενη υπ’
αριθ. 400/1/20κ από 04/06/2014 επιστολή μας, αναφορικά με τη σύσταση της
προτεινόμενης Επιτροπής.
Προς: Τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη
κ. Βασίλειο ΚΙΚΙΛΙΑ
Κοιν.: Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας
Αντιστράτηγο κ. Δημήτριο ΤΣΑΚΝΑΚΗ
Αξιότιμε κύριε Υπουργέ,
Δυνάμει του Ν.4249/2014, περί αναδιοργανώσεως της Ελληνικής
Αστυνομίας, προωθείται η διαδικασία εκδόσεως των εκτελεστικών του νόμου
Προεδρικών Διαταγμάτων. Στα πλαίσια της επ’ αυτών δημόσιας διαβουλεύσεως
και προς τον σκοπό να είναι αυτή ουσιαστική και σύννομη και όχι τυπική και
επιφανειακή, οι Ομοσπονδίες μας επιθυμούν να έχουν ουσιαστική συμμετοχή,
όπως εκ του θεσμικού τους ρόλου προβλέπεται. Επειδή με την επισυναπτόμενη
υπ’ αριθ. 400/1/20κ από 04/06/2014 επιστολή μας προς τον προκάτοχό σας κ.
Υπουργό, είχαμε ζητήσει στοιχεία σχετικά με τα Προεδρικά Διατάγματα, καθώς
και την σύσταση επιτροπών, κάτι που δυστυχώς δεν έγινε, επιθυμούμε να
εκθέσουμε τα κάτωθι:
Ι. Για την διατύπωση ολοκληρωμένων προτάσεων, είναι αναγκαίο να τεθούν
σε γνώση μας κάθε είδους στοιχεία, μελέτες ή έγγραφα για τα οποία ασφαλώς θα
έχει ληφθεί μέριμνα να είναι στην διάθεση του υμετέρου Υπουργείου και
αφορούν το εκδοθησόμενο Προεδρικό Διάταγμα όπως: αναλογιστικές και
οικονομοτεχνικές μελέτες αναφορικά με την υφιστάμενη κατάσταση του Σώματος
και τις σχεδιαζόμενες αλλαγές, τα επίσημα δημογραφικά στοιχεία του Υπουργείου
Εσωτερικών, σχετικώς με την κατανομή του πληθυσμού, την διαστρωμάτωση και
διάρθρωσή του, εμπλουτισμένα με τα συναφή εγκληματολογικά δεδομένα, τις
κατά τόπους υπηρεσιακές ανάγκες, τον τυχόν τουριστικό ή άλλο εποχιακό
χαρακτήρα αυτών, τις κτιριακές υποδομές που υφίστανται, και ασφαλώς ένα
επικαιροποιημένο οργανόγραμμα του δυναμικού του Σώματος. Όλα τα παραπάνω
είναι σαφές ότι είναι τα απολύτως αναγκαία προκειμένου οι προτάσεις που θα
υποβληθούν να έχουν τεκμηριωμένη και πραγματική βάση και αντίκρισμα. Σε
αντίθετη περίπτωση η διαβούλευση αποτελεί ένα κενό γράμμα, που στερείται
ουσιαστικού αντικειμένου και δεν πληρεί τις νόμιμες προϋποθέσεις.
ΙΙ. Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις στο πλαίσιο της ως άνω
αναδιοργανώσεως, οφείλουν να μην έχουν αποκλειστικά κριτήρια οικονομικής
φύσεως και σκοπό μόνο την περιστολή δαπανών, αλλά πρωτίστως την εύρυθμη
και αποτελεσματική λειτουργία της Αστυνομίας.
Η τήρηση της Δημοσίας Τάξεως, η προστασία δηλαδή της ζωής, της τιμής, της
ελευθερίας και της περιουσίας, αποτελούν υποχρέωση του Κράτους επιτασσόμενη
ευθέως από το Σύνταγμα (αρ. 5 παρ. 2 και 17). Ο κοινός νομοθέτης ή, η κατ’
εξουσιοδότηση αυτού θεσμοθετούσα διοίκηση έχουν μεν την ευχέρεια κατά την
ενάσκηση της συνταγματικής ή της νομίμου λειτουργίας των, αντιστοίχως, να
ρυθμίσουν, κατ’ αρχήν, κατά τρόπον ενιαίο ή διάφορο τις ποικίλες προσωπικές ή
πραγματικές καταστάσεις ή σχέσεις, εν όψει πάντοτε των εκάστοτε υφισταμένων
και προς κάθε κατηγορία τούτων συνδεομένων κοινωνικών, οικονομικών,
επαγγελματικών, τοπικών ή άλλων συνθηκών, πάντοτε όμως με βάση γενικά και
αντικειμενικά κριτήρια τα οποία τελούν σε συνάφεια προς το αντικείμενο της
οικείας ρύθμισης. Συνεπώς η επιλεγόμενη εκάστοτε ρύθμιση πρέπει να κινείται
πάντοτε εντός των ορίων, τα οποία διαγράφονται από την εν λόγω συνταγματική
αρχή της ισότητος, αναλογικότητος και ελεύθερης αναπτύξεως της
προσωπικότητος και, τα οποία αποκλείουν την έκδηλη και, ανεπίδεκτη πάσης
νομικής ή δικαιοπολιτικής δικαιολογήσεως, άνιση μεταχείριση, η οποία δύναται
να παρίσταται με την μορφή της εισαγωγής καθαρά χαριστικού μέτρου το οποίο
δεν συνδέεται με αξιολογικά κριτήρια ή της επιβολής αδικαιολόγητης
επιβάρυνσης, αλλά και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων, ή
την ενιαία ρύθμιση προσώπων ή καταστάσεων που τελούν υπό διαφορετικές
συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια
(Σ.τ.Ε. 2396/2006 σε ολομέλεια, 1252-1253/2003 σε ολομέλεια).
Κατά ταύτα, ρυθμίσεις που μόνον κατ’ όνομα τροποποιούν την υφιστάμενη
κατάσταση και κατ’ ουσίαν δημιουργούν νέες δομές - Διευθύνσεις χωρίς σαφή
ιεράρχηση, διακλάδωση και πεδίο αρμοδιοτήτων, μη λαμβάνουσες υπ’ όψιν και
τις εκάστοτε υφιστάμενες κατά τόπους αλλά και ποιοτικές ιδιαιτερότητες,
αντίκεινται στα ως άνω και συνεπώς θα ήταν αντίθετες με το Σύνταγμα και
ακυρωτέες. Προς τον σκοπό αυτό και για την αποφυγή τέτοιων προβλημάτων
είναι σκόπιμο να ληφθεί μέριμνα για την κατά το δυνατόν πληρέστερη ανάλυση
και μελέτη των πραγματικών αναγκών, και η αρχή της αναδιοργανώσεως από
την βάση, τον πολίτη και το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, όχι μία υδροκεφαλική και
οριζόντια τροποποίηση των θέσεων κορυφής που δεν θα έχει καμία ουσιαστική
επίπτωση στην πράξη.
Περαιτέρω δε, τοιαύτες ρυθμίσεις με τις οποίες δημιουργούνται νέες αυτοκέφαλες
διευθύνσεις, καταστρατηγούν και την βασική αρχή της ιεραρχίας που κατά νόμον
διέπει την λειτουργία των Σωμάτων Ασφαλείας γενικότερα και της Αστυνομίας
ειδικότερα. Και τούτο διότι δημιουργούνται συνθήκες ώστε επικεφαλής
Διευθύνσεως που θα είναι κατώτερος κατά βαθμό ή αρχαιότητα, να δύναται να
αρνηθεί αίτημα Διευθυντού άλλης Διευθύνσεως ανωτέρου του. Τούτο όμως
ευθέως αντιβαίνει τις θεμελιώδεις διατάξεις οργανώσεως της Ελληνικής
Αστυνομίας.
Η δε πρόβλεψη συστάσεως επιτροπών περί επιλύσεων των προβλημάτων
αρμοδιότητας , διαφωνιών και ιεραρχίας που δημιουργούν οι υπό κρίσιν διατάξεις
αναιρεί αυτομάτως τον χαρακτήρα της Αστυνομίας ως Σώματος Ασφαλείας με
άμεση αντίδραση και ταχεία αντιμετώπιση κρισίμων καταστάσεων, δημιουργεί
τροχοπέδη στην ομαλή λειτουργία της, παραβαίνει το καταστατικό δίκαιο που την
διέπει, ως ανωτέρω εξετέθη, και δημιουργεί γραφειοκρατική διαδικασία στην
λήψη των αποφάσεων που θα έπρεπε να είναι αστραπιαίες.
ΙΙΙ. Ως και στις πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας έγινε
δεκτό, κατά παγία νομολογία τα Σώματα Ασφαλείας όπως η Αστυνομία, ανήκουν
στον λεγόμενο στενό πυρήνα του Δημοσίου. Οι υπηρετούντες εις αυτά επιτελούν το
λειτούργημα της τηρήσεως της Δημοσίας Τάξεως και είναι επιφορτισμένοι με
υψηλής ευθύνης καθήκοντα. Συναφώς, ο νομοθέτης κατά την ρύθμιση των
συνθηκών που διέπουν τα Σώματα αυτά, οφείλει να μεριμνά για την πληρέστερη
και καταλληλότερη συγκρότησή τους, ώστε αφ’ ενός να είναι σε θέση να
εκπληρώσουν τα καθήκοντα αυτά, αφ’ ετέρου να συντελείται ο επιδιωκόμενος
σκοπός της τηρήσεως της Τάξεως. Με την περιστολή του ανθρωπίνου δυναμικού
με αμιγώς οικονομικά κριτήρια και την μη λήψη μέριμνας για την σωστή πλήρη
και επαρκή στελέχωση των Υπηρεσιών ανάλογα με τις υφιστάμενες ανάγκες,
απλώς οδηγούμεθα σε αδιέξοδα και επιδιώκουμε την επίτευξη των στόχων υπό
την απειλή πειθαρχικών ή άλλων ευθυνών, και όχι ορθολογιστικά και
παρέχοντας όλα τα αναγκαία εχέγγυα για την εκτέλεση του λειτουργήματος του
αστυνομικού. Το Κράτος βάσει του άρθρου 25 παρ.1 του Συντάγματος έχει
υποχρέωση να σεβαστεί την αρχή της αναλογικότητας όταν πρόκειται να
επιβάλλει περιορισμούς και να εκτιμήσει κατά πόσο το επιδιωκόμενο οικονομικό,
εν προκειμένω, αποτέλεσμα είναι δυνατό να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα.
(βλ. Σ.τ.Ε. 136/2013 Ολομ. «σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, που απορρέει
από την έννοια και τους θεσμούς του κράτους δικαίου και καθιερώνεται ρητώς από το
Σύνταγμα (άρθρο 25 παρ. 1), επιτρεπτώς επιβάλλονται από τον κοινό νομοθέτη περιορισμοί
στην άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων μόνον αν είναι αναγκαίοι και συνάπτονται προς
τον υπό του νόμου επιδιωκόμενο σκοπό. Ένα μέτρο δε, που προβλέπεται από διάταξη νόμου
ως κύρωση για παράβαση διατάξεως, αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας μόνον όταν
από το είδος του ή τη φύση του είναι προδήλως ακατάλληλο για την επίτευξη του
επιδιωκομένου σκοπού ή όταν οι δυσμενείς συνέπειες του μέτρου τελούν σε προφανή
δυσαναλογία ή υπερακοντίζουν τον επιδιωκόμενο σκοπό.»).
IV. Τέλος, δεδομένων των υφισταμένων αναγκών της χώρας μας, αλλά και
του διεθνώς παραδεδεγμένου μοντέλου λειτουργίας, αυτονόητο είναι ότι η ενιαία
αρχή Σωμάτων Ασφαλείας (Αστυνομία, Πυροσβεστική, Λιμενικό), είναι απόλυτη
ανάγκη να υλοποιηθεί, ώστε κατά τα ανωτέρω να είναι εφικτή και σύννομη η
διάρθρωση και ο συντονισμός των Σωμάτων αυτών.
Αξιότιμε κύριε Υπουργέ,
Κατόπιν όλων των προαναφερομένων, παρακαλούμε να λάβετε υπόψη σας
τα διαλαμβανόμενα τόσο στο παρόν Υπόμνημα, όσο και στην επισυναπτόμενη υπ’
αριθ. 400/1/20κ από 04/06/2014 επιστολή μας, αναφορικά με τη σύσταση της
προτεινόμενης Επιτροπής.