Αναβρασμό προκαλεί σε Αστυνομία και Πυροσβεστική η απόφαση της κυβέρνησης για τη διάλυση του ασφαλιστικού ταμείου ΤΕΑΠΑΣΑ είτε με την ένταξή του στο ΕΤΕΑ είτε με την μετατροπή του σε επαγγελματικό ταμείο και μάλιστα με ευθύνη των συνδικαλιστικών τους φορέων. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις καλούνται να λάβουν ιστορικές αποφάσεις την ίδια ώρα που η κατάρρευση του κράτους και το ξεπούλημα των δομών κοινωνικής πρόνοιας γίνονται βάσει κυβερνητικού σχεδίου. Στο ίδιο μακροπρόθεσμο σχέδιο εντάσσεται και η ιδιωτικοποίηση Αστυνομίας και Πυροσβεστικής, με τη μέθοδο του σαλαμιού για να γίνεται πιο εύπεπτη από κοινωνία και ένστολους. Σε αυτή τη χρονική συγκυρία οι συνδικαλιστές δεν αγωνίζονται απλώς για το αγαθό της ασφάλειας ως δημόσιο αγαθό που υπερασπίζεται και κατοχυρώνει τα δημοκρατικά δικαιώματα των πολιτών. Αγωνίζονται και για τη διατήρηση της κοινωνικής πρόνοιας εντός του δημοσίου τομέα ευθύνης, ως ένα άλλο κοινωνικό αγαθό που θα παρέχεται από το κράτος σε όλους και κυρίως στους δημόσιους λειτουργούς του τομέα της εσωτερικής ασφάλειας.
Τη θέση αυτή δεν την συμμερίζονται όλοι. Υπάρχουν και αντίθετες τοποθετήσεις, αδιάφορο αν ανοίγει περαιτέρω ο ασκός του Αιόλου για την αποκρατικοποίηση των πάντων. Τι τελικά θα πράξουν τα συνδικάτα των αστυνομικών και των πυροσβεστών, θα κριθεί το επόμενο διάστημα. Στο σημείο αυτό, παρουσιάζει ενδιαφέρον η άποψη του πρώην επιστημονικού συμβούλου της ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ Γιώργου Ρωμανιά, διατυπωμένη το 2007 στο βιβλίο του Μύθοι για το ασφαλιστικό:
«Για να γίνει κατανοητή η θέση των συνδικάτων απέναντι στη δημιουργία και τη λειτουργία των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΤΕΑ) στην Ελλάδα, πρέπει να διευκρινισθεί ότι τα Ταμεία αυτά ανήκουν στην κατηγορία των Οργανισμών που παρέχουν ιδιωτικές (όχι δημόσιες) συντάξεις. Οι δημόσιες συντάξεις στην Ελλάδα περιλαμβάνουν την κύρια σύνταξη και την επικουρική σύνταξη. Οι δύο αυτές μορφές σύνταξης συνιστούν τον καλούμενο πρώτο πυλώνα.
Αντιθέτως, στην κατηγορία των ιδιωτικών συντάξεων μπορούμε να εντοπίσουμε τα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης και τα ιδιωτικά συμβόλαια με ασφαλιστικές εταιρείες. Το μείζον θέμα που ανακύπτει από αυτήν την κατάταξη των συντάξεων είναι η σχέση ανάμεσα στα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης και την επικουρική σύνταξη.
Η επικουρική ασφάλιση χρηματοδοτείται από εργαζόμενους και εργοδότες με ύψος εισφορών καθοριζόμενο από το νόμο και η συμμετοχή σε αυτήν είναι υποχρεωτική. Η καταβολή των οφειλομένων παροχών των επικουρικών ταμείων είναι εγγυημένη από το νόμο.
Αντιθέτως, τα ΤΕΑ μπορούν να χρηματοδοτούνται είτε από εργαζόμενους και εργοδότες είτε μόνο από εργαζόμενους είτε μόνο από εργοδότες. Η συμμετοχή σ’ αυτά είναι απολύτως προαιρετική και το ύψος των εισφορών καθορίζεται κατά περίπτωση με Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Για την πραγματική καταβολή των οφειλομένων παροχών των ΤΕΑ, το κράτος δεν παρέχει καμιά εγγύηση. Η μόνη εγγύηση των παροχών μπορεί να παρασχεθεί μέσω αντασφάλισης.
Είναι συνεπώς σαφές ότι η τυχόν προσπάθεια υποκατάστασης των επικουρικών συντάξεων με τα ΤΕΑ δεν μπορεί να γίνει δεκτή από τα συνδικάτα. Σήμερα, ο νόμος επιτρέπει την παράλληλη λειτουργιά τόσο των επικουρικών ταμείων όσο και των ΤΕΑ. Σε άλλες χώρες π.χ. Σουηδία, Ολλανδία, η λειτουργία των ΤΕΑ έχει υποκαταστήσει πλήρως την επικουρική ασφάλιση. Αυτή η εμπειρία των άλλων χωρών έχει ωθήσει ορισμένους να εισηγούνται την κατάργηση της επικουρικής ασφάλισης και την υποκατάσταση της από την επαγγελματική. Οφείλουμε να παρατηρήσουμε, όμως, ότι το ύψος της καταβαλλόμενης κύριας σύνταξης τόσο στην Ολλανδία όσο και στη Σουηδία είναι επαρκές και λίαν ικανοποιητικό για την αξιοπρεπή κάλυψη των αναγκών επιβίωσης των συνταξιούχων, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στη χώρα μας όπου το 70% περίπου των κύριων συντάξεων του Ι ΚΑ βρίσκεται στα κατώτατα όρια. Συνεπώς, οποιαδήποτε σύγκριση της Ελλάδας με άλλες χώρες πρέπει να συνεκτιμά το σύνολο των παραγόντων και όχι να επιλέγει μερικές παραμέτρους και να επιχειρεί να βγάλει σχετικά συμπεράσματα.
Από τις προηγηθείσες θέσεις προκύπτει σαφώς ότι τα συνδικάτα δεν μπορούν να συναινέσουν στην ενδεχόμενη απόπειρα κατάργησης της επικουρικής σύνταξης και υποκατάστασής της από την επαγγελματική.
Παράλληλα, όμως, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η λειτουργία των επαγγελματικών ταμείων μπορεί να αποφέρει πρόσθετα εισοδήματα στους συνταξιούχους, με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι θα παρασχεθούν επαρκείς εγγυήσεις σωστής επενδυτικής συμπεριφοράς και διασφάλισης των παροχών.
Είναι χρέος αλλά και εξουσία των συνδικάτων να κρίνουν σε ποιες περιπτώσεις υπάρχουν οι απαραίτητες, καταρχήν, προϋποθέσεις, διαπραγμάτευσης των συναφών όρων (ύψους εισφοράς, υπόχρεων προς εισφοράν, ύψους παροχών, προϋποθέσεων πρόσβασης στις παροχές κ.λπ.) και επωφελούς για τους εργαζόμενους μέλη τους, υπογραφής σχετικής ΣΣΕ για τη σύσταση επαγγελματικού ταμείου. Μέχρι σήμερα, δεν έχει συσταθεί κανένα παρόμοιο επαγγελματικό ταμείο και δεν έχει συνταχθεί ένα αντίστοιχο καταστατικό. Έχει, βέβαια, προβλεφθεί στην Ειδική ΣΣΕ, του 2003, των ταχυδρομικών, η σύσταση ενός επαγγελματικού ταμείου, απομένει, όμως, προς ολοκλήρωση η πραγματική δημιουργία του. Σχετική προεργασία έχει γίνει και στην περίπτωση του Οικονομικού Επιστημονικού Επιμελητηρίου, αλλά το υπό σύσταση επαγγελματικό ταμείο θα παρέχει μόνο εφάπαξ και όχι περιοδικές συντάξεις.
Πρέπει να επισημανθεί ότι ο νόμος παρέχει τη δυνατότητα στα επαγγελματικά ταμεία να επενδύουν σε χρηματιστηριακούς τίτλους, το 70% των αποθεματικών τους. Αυτό σημαίνει ότι το ρίσκο της επένδυσης είναι πολύ υψηλό. Επομένως, εναπόκειται στην πολιτεία να θέσει αλλά και να εφαρμόσει τους κανόνες σύννομης και επωφελούς τοποθέτησης των διαθεσίμων κεφαλαίων των επαγγελματικών ταμείων.
Συμπερασματικώς, θα μπορούσαμε να επισημάνουμε ότι τα επαγγελματικά ταμεία μπορούν να αποδειχθούν χρήσιμος θεσμός υπό τις πιο πάνω προϋποθέσεις. Αλλιώς, η λειτουργία τους μπορεί να αποδειχθεί πολύ δυσμενής εξέλιξη για την κοινωνική ασφάλιση».